προτελευτώ

προτελευτώ
προτελευτῶ, -άω, ΝΑ
πεθαίνω πρωτύτερα («ὁρῶσι τοὺς γενεαῑς πολλαῑς τῆς ἑαυτῶν γενέσεως προτελευτηκότας», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + τελευτῶ (< τελευτή «τέλος ζωής, φυσικός θάνατος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προτελευτή — ἡ, Α πρότερος θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < προτελευτῶ «πεθαίνω πρωτύτερα»] …   Dictionary of Greek

  • προτελεύτησις — ήσεως, ἡ, Α προτελευτή* ή προτέλεσις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προτελευτῶ, εκτός και αν πρόκειται για εσφ. ανάγνωση αντί προτέλεσις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”